- λάπατο
- το(λ. ισπαν.), είδος ποώδους φυτού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λάπατο — Οικισμός (26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρακαμπυλίων. * * * το βλ. λάπαθο … Dictionary of Greek
λάπατο ή λάπαθο — Γένος δικοτυλήδονων, ποωδών φυτών της οικογένειας Polygonacea. Η επιστημονική του ονομασία είναι Rumex. Το γένος περιλαμβάνει 200 είδη μονοετή, διετή ή πολυετή, τα οποία απαντώνται κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Η επιστημονική ονομασία του πιο… … Dictionary of Greek
λάπαθο — και λάπατο, το (AM λάπαθον, Α και λάπαθος, ὁ και ἡ, και λαπάθη, ἡ, Μ και λάπατον) κοινή, σήμερα, ονομασία ειδών τού φυτού ρούμεξ αρχ. όρυγμα που χρησίμευε ως παγίδα για άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Σύμφωνα με χαρακτηρισμό τού τ. ως… … Dictionary of Greek
Verwaltungsgliederung der Gemeinde Agrinio — Die griechische Gemeinde Agrinio gliedert sich seit der Verwaltungsreform 2010 in zehn Gemeindebezirke (die den Gemeinden bis 2010 entsprechen), diese wiederum gliedern sich in 50 Ortschaften (die mit den Gemeinden vor der Gemeindereform 1997… … Deutsch Wikipedia
ξινήθρα — Κοινή ονομασία μερικών ποωδών φυτών που ανήκουν στο γένος ρούμεξ (οικογένεια πολυγωνίδες) και στο γένος οξαλίς (οικογένεια οξαλιδίδες). Στο πρώτο γένος υπάγεται το φυτό ρούμεξ η οξαλίς, που αυτοφύεται σε καλλιεργημένους και χέρσους αγρούς σε όλη… … Dictionary of Greek
σιδερολάπαθο — το, Ν κοινή ονομασία ειδών τών φυτών ρούμεξ και μπαλότα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερο (βλ. σιδηρο ) + λάπαθο / λάπατο] … Dictionary of Greek
φύκη — Χλωροφυλλούχα φυτά, που ζουν στα γλυκά, υφάλμυρα ή θαλάσσια νερά και δεν έχουν άνθη, ρίζες, φύλλα και βλαστούς με τη γνωστή, χαρακτηριστική μορφή. Υπάγονται στα θαλλόφυτα (κρυπτόγαμα). Υπάρχουν φ. γιγάντια, των οποίων ο βλαστόμορφος θαλλός αποκτά … Dictionary of Greek